χειροδύναμος

Greek Monolingual

και χεροδύναμος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντοδύναμος].