χειρόβολον

English (LSJ)

τό, handful, bundle, Tz.ad Lyc.34 (χερο- cod.).

German (Pape)

[Seite 1345] τό, eine Handvoll, ein Bündel, Tzetz. zu Lyc. 34.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβολον: τό, ὅσον χωρεῖ ἡ χείρ, μικρὸν δεμάτιον, ἀμάλη λέγεται τὸ χειρόβολον τῶν σταχύων Τζέτζ. εἰς Λυκόφρονα 34, κλπ.