χελλύσσω
English (LSJ)
v. χελύσσομαι.
German (Pape)
[Seite 1348] s. χελύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
χελλύσσω: ἴδε ἐν λ. χελύσσομαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. χελύσσω.
v. χελύσσομαι.
[Seite 1348] s. χελύσσω.
χελλύσσω: ἴδε ἐν λ. χελύσσομαι.
Α
βλ. χελύσσω.