χελύσσω

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

German (Pape)

[Seite 1349] u. poet. χελλύσσω, Lycophr. 727; gew. als dep. med. χελύσσομαι, att. -ύττομαι, fut. χελλύσομαι, Nic. Al. 81; aus der Brust (χέλυς) schwer aufhusten u. auswerfen, Hippocr.; übh. auswerfen, ausspeien.

Greek Monolingual

και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α
1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη
2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό του -λ- για μετρικούς λόγους, ενώ ο τ. χελούσσω < χέλους, άλλο τ. του χέλυς.