χελυΐδες
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια υδρόβιων χελωνών της Νότιας Αμερικής, της Αυστραλίας και της Νέας Γουινέας, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος χέλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelyidae].
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια υδρόβιων χελωνών της Νότιας Αμερικής, της Αυστραλίας και της Νέας Γουινέας, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος χέλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelyidae].