χεράκι

Greek Monolingual

το, Ν·1. (κυρίως θωπευτικά) μικρό ή τρυφερό χέρι («δώσ' μου το χεράκι σου»)
2. φρ. α) «του τά 'πα ένα χεράκι» ή «θα τά πούμε ένα χεράκι» — με λίγα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δίνωβάζω] ένα χεράκι» — συντρέχω, βοηθώ.