χερειότερος

English (LSJ)

η, ον, Ep. Comp. for χερείων, Il. 2.248, 12.270, AP 7.371 (Crin.), QS. 5.555.

German (Pape)

[Seite 1349] poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χερείων.

Russian (Dvoretsky)

χερειότερος: эп. compar. к χείρων.

Greek (Liddell-Scott)

χερειότερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.

English (Autenrieth)

χερείων (Il.)

Greek Monolingual

-οτέρα, -ον Α
(επικ. τ.) βλ. χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.

Greek Monotonic

χερειότερος: -α, -ον, Επικ. αντί του επομ., σε Ομήρ. Ιλ.