χειρότερος

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρότερος Medium diacritics: χειρότερος Low diacritics: χειρότερος Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: cheiróteros Transliteration B: cheiroteros Transliteration C: cheiroteros Beta Code: xeiro/teros

English (LSJ)

η, ον, Ep. for χείρων, Il.15.513, 20.436, Hes.Op.127, Parm.8.24, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] poet. comp. = χείρων, Hom. u. Hes.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χείρων.

Russian (Dvoretsky)

χειρότερος: эп. = χείρων.

Greek (Liddell-Scott)

χειρότερος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χείρων, ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.

English (Autenrieth)

= χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.

Greek Monolingual

-η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α
πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότερα
β) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.
επίρρ...
χειρότερα Ν
1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα
2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.

Greek Monotonic

χειρότερος: -α, -ον, Επικ. αντί χείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

χειρότερος, η, ον [epic for χείρων, Il., Hes.]