χερσέφιππος
English (LSJ)
ὁ, mounted desert-guard, PTeb.62.34 (ii B. C.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
έφιππος φρουρός περιοχής της ερήμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἔφιππος.
ὁ, mounted desert-guard, PTeb.62.34 (ii B. C.).
ὁ, Α
έφιππος φρουρός περιοχής της ερήμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἔφιππος.