χηνάγριον

English (LSJ)

τό,
A young wild goose, POxy.1923.22 (v/vi A. D.).
2 a woman's ornament, PLond.ined.2199 (iv A. D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μικρή άγρια χήνα
2. ονομασία γυναικείου κοσμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός, μέσω ενός αμάρτυρου χήναγρος (< χήν + ἀγρός, πρβλ. ἵππαγρος, σύαγρος)].