χηνίον

English (LSJ)

τό, gosling, BGU1501 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 1353] τό, dim. von χήν, Gänschen, Ath. XIV a. E.

Greek (Liddell-Scott)

χηνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χήν, καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκια ὀλίγα καὶ χηνία ὀπτά, καὶ τροφὴ πλακούντων Μένιππ. παρ’ Ἀθην. 664Ε.

Greek Monolingual

τὸ, Α [[χήν, χηνός]]
χηνάκι.