χηνόμυχος
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, Gänsescheuche, eine Pflanze, Plin. H. N. 12, 11.
Greek (Liddell-Scott)
χηνόμυχος: ἡ, φυτόν τι, Plin. N. H. 21. 36· ἄλλως νυκτήγρετον.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος φυτού.
[Seite 1353] ἡ, Gänsescheuche, eine Pflanze, Plin. H. N. 12, 11.
χηνόμυχος: ἡ, φυτόν τι, Plin. N. H. 21. 36· ἄλλως νυκτήγρετον.
ἡ, Α
είδος φυτού.