χητίζω

English (LSJ)

χατίζω, EM811.45.

German (Pape)

[Seite 1354] = χατίζω, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

χητίζω: χατίζω, Ἐτυμολ. Μέγ. 811. 45.

Greek Monolingual

Α
χατίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ρ. χατίζω, ο οποίος εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].