χιοειδής

English (LSJ)

χιοειδές, in form of an X, Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. χιοειδῶς Sophon.in de An.19.34.

Greek (Liddell-Scott)

χῑοειδής: -ές, ὅμοιος τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα του γράμματος Χ, σταυροειδής.
επίρρ...
χιοειδῶς Μ
κατά χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].