ο, Ν1. χιονιάς2. ψυχρός άνεμος που πνέει από ψηλά μέρη, όπου έχει χιονίσει («κραταιός και βαρύπνοος βορράς, χιονιστής, εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας», Παπαδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ι. Ρίζο Νερουλό].