χλαινοθήρας

English (LSJ)

-ου, ὁ, = λωποδύτης, Eust.1863.59.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, der auf Mäntel Jagd macht, Mänteldieb, Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

χλαινοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χλαίνας, κλέπτης τῶν χλαινῶν, ὡς τὸ λωποδύτης, Φρύν. (;)

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κλέβει χλαίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαίνα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λινοθήρας, σωληνοθήρας].