χλωροφύλλη
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. η σημαντικότερη ομάδα χρωστικών που μετέχουν στη φωτοσύνθεση, με την οποία η φωτεινή ενέργεια μετατρέπεται σε χημική, και οι οποίες απαντούν στα πράσινα φυτά, στα κυανοφύκη και σε ορισμένα πρώτιστα και βακτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorophylle < χλωρ(ο)- + φύλλον. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].