χοινικομέτρης
English (LSJ)
χοινικομέτρου, ὁ, one who measures with a χοῖνιξ, as a slave's daily allowance, Ath.6.272c.
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, der mit der χοῖνιξ mißt, Ath. 272 b.
Greek (Liddell-Scott)
χοινῐκομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν διὰ χοίνικος, ὅπερ ἦν τὸ καθημερινὸν σιτηρέσιον τῶν δούλων, Ἀθήν. 272Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
δούλος που μετρούσε το καθημερινό σιτηρέσιο τών άλλων δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + -μέτρης].