χοῖνιξ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ῐκος, ἡ,
A choenix, a dry measure, esp. for corn, Hdt.1.192, etc.; the choenix of corn was one man's daily allowance, Id.7.187; ἡ γὰρ χοῖνιξ ἡμερησία τροφή D.L.8.18; given to slaves, Th.4.16; hence, ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, i.e. whoever eats of my bread, Od. 19.28: prov., ἐπὶ χοίνικος καθέζεσθαι, i.e. sit idle, live in idleness, Pythag. ap. Arist.Fr.197, cf. Plu.2.703f, Ath.10.452e, Ael.VH1.26; οὐδὲ τὴν χ. ἔτι λήψει (of gold) Luc.Nav.27; χοῖνιξ Ἀττική (1/48 of the μέδιμνος = 4 κοτύλαι) X.An.1.5.6; in Pap. usually abbreviated χ, as in PCair.Zen.645.11 (iii B. C.), POxy.1044.3 (ii A. D.), etc.
II from the like ness of shape, a kind of stocks for fastening the legs, Ar.Pl. 276, D.18.129.
III = χοινικίς VI, PCair.Zen.782a.7 (iii B. C.), prob. in Supp.Epigr.4.447.48 (Didyma, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1362] ικος, ἡ, 1) ein Getraidemaaß, so viel wie vier κοτύλαι od. zwei sextarii, d. i. so viel Getreide gewöhnlich als Tageskost auf einen Menschen gerechnet wurde; oft bei Her., s. Wessel. zu 7, 187; Ar. u. Folgde; dah. tägliche Kost, sprichwörtlich ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, wer mein Kornmaaß anrührt, d. i. wer in meiner Kost steht, Od. 19, 28; ἐπὶ χοίνικος καθῆσθαι, sein Brot müßig verzehren, Pythag. Ath. 452 e; vgl. Thuc. 4, 16; Plut. Symp. 7, 4; Ael. V. H. 1, 26; Ath. III, 98, d VI, 272 b; bes. die tägliche Portion der Sklaven, Theocr. 15, 95; Hesych. erkl. χοίνικες αἱ ἀπὸ μέρους τροφαί. – 2) die Büchse am Rade, auch χοινίκη, VLL. – 3) eine Art Fußeisen, hölzerne od. eiserne Fesseln, in welche die Beine gesteckt wurden, αἱ κνῆμαι τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι Ar. Plut. 276; χοίνικας παχείας ἔχων καὶ ξύλον Dem. 18, 129. – [Die Angabe des Draco p. 27, 11. 44, 7. 93, 10. 100, 3, ι sei in den dreisylbigen Casus lang, findet sich nirgends bestätigt; sie scheint auf einer Verwechselung mit φοίνιξ zu beruhen.]
French (Bailly abrégé)
χοίνικος (ἡ) :
1 mesure de blé de quatre ou plus vraisembl. de trois cotyles (cf. κοτύλη) càd un peu plus d'un litre ; la ration de blé ; χοῖνιξ ἀλφίτων THC, πυρῶν PLUT un chénice de farine, de blé ; χοίνικος ἐμῆς ἅπτεσθαι OD toucher à mes provisions, càd manger ou vivre à mes frais ; ἐπὶ χοίνικος καθῆσθαι PLUT manger sa ration sans plus s'inquiéter de rien, litt. s'asseoir inerte, une fois la ration du jour assurée;
2 morceau de fer ou de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves.
Étymologie: χέω.
Russian (Dvoretsky)
χοῖνιξ: ῐκος ἡ
1 хеник (мера сыпучих тел, преимущ. хлеба, ок. 1.1 л, считавшаяся дневной продовольственной нормой на одного человека: χ. ἀλφίτων Thuc.; χ. πυρῶν Plut.; χ. σίτου NT): ὅ κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται Hom. всякий, кто прикасается к моему хенику, т. е. ест мой хлеб; ἐπὶ χοίνικος καθῆσθαι или καθίσαι погов. Plut. есть свой хлеб в праздности;
2 pl. ножные оковы или колодки (αἱ χοίνικες καὶ πέδαι Arph.; χοίνικες καὶ ξύλον Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
χοῖνιξ: ῐκος, ἡ, (τὸ ἀρσ. γένος ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 6 ἤδη διωρθώθη), μέτρον χωρητικότητος ξηρῶν = 1/48 τοῦ μεδίμνου· ὁ δὲ μέδιμνος ἐχώρει περίπου 38 ὀκάδας, ἄρα ἡ χοῖνιξ, = πρὸς 315 δράμια σημερινά, ἀλλ’ ὅρα Böckh Metrol. Untersnch 11. 9, καὶ Hussey W. and M. 13. 4, Ἡρόδ. 1. 192, κλπ.· μία χοῖνιξ σίτου ἦτο τὸ καθημερινὸν σιτηρέσιον ἀνδρός, αὐτόθι 7. 187· ἡ γὰρ χ. ἡμερήσιος τροφὴ Διογ. Λαέρτ. 8. 18, πρβλ. ἡμεροτροφίς· - πιθανῶς δὲ τὸ κατώτατον ὅριον, ὅπερ οἱ δοῦλοι ἐλάμβανον, πρβλ. Θουκ. 4. 16, Θεόκρ. 15. 95, Ἀθήν. 272Β (εἰ καὶ ἡ διαφορὰ τοῦ σιτίνου ἀλεύρου ἀπὸ τοῦ κριθίνου συντελεῖ καὶ εἰς τὴν διαφορὰν τῶν σιτηρεσίων, ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἐντεῦθεν, ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, δηλ. ὅστις τρώγει ἐκ τοῦ ἐμοῦ ἄρτου, Ὀδ. Τ. 28· οὐδὲ τὴν χ. ἔτι λήψει Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27· οὕτω καὶ αἱ παροιμίαι, ἐπὶ χοίνικος καθῆσθαι, δηλ. ἀργὸν καθῆσθα, Πυθαγ. εἰς Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Ἀθήν. 452Ε, Πλούτ. 2. 703Ε, Perizon. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 26· καὶ κενεὰν ἀπομάξαι, ἴδε ἐν λ. ἀπομάσσω Ι. 2. ΙΙ. ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, εἶδος ποδοκάκης ἢ ξύλου εἰς ὃ ἐνεκλείοντο οἱ πόδες πρὸς τιμωρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 276, Δημ. 270. 8· πρβλ. πεντεσύριγγος, καὶ χοινικὶς IV.
English (Autenrieth)
ικος: measure (for grain) = a soldier's daily ration, about one quart; ἅπτεσθαι χοίνικός τινος, ‘to eat of one's bread,’ Od. 19.28†.
English (Strong)
of uncertain derivation; a chœnix or certain dry measure: measure.
English (Thayer)
χοινικος, ἡ, from Homer, Odyssey 19,28 down, a choenix, a dry measure, containing four cotylae or two sextarii (i. e. less than our 'quart'; cf. Liddell and Scott, under the word) (or as much as would support a man of moderate appetite for a day; hence, called in Athen. 3 § 20, p. 98e. ἡμεροτροφις (cf. ἡ χοῖνιξ ἡμερήσιος τροφή, (Diogenes Laërtius 8,18)): A. V. measure (see Amos appendix ad loc.)).
Greek Monolingual
η / χοῑνιξ, -ικος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου», ΚΔ)
αρχ.
1. το καθημερινό σιτηρέσιο στρατιώτη («ἡ γὰρ χοῑνιξ ἡμερήσιος τροφή», Διογ. Λαέρ.)
2. η καθημερινή τροφή τών δούλων («πλέον δυοῖν σοι χοινίκων ὁ δεσπότης παρέχει», Μέν.)
3. (γενικά) τα αναγκαία για την καθημερινή συντήρηση, ο άρτος ο επιούσιος («ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται», Ομ. Οδ.)
4. είδος ξύλινης ή μεταλλικής ποδοκάκκης, στην οποία έβαζαν τα πόδια για βασανισμό («αἱ κνῆμαι δὲ σου βρῶσιν ἰοὺ ἰού, τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι», Αριστοτ.)
5. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
6. παροιμ. «ἐπὶ χοίνικος [ή ἐπὶ χοίνικα] καθῆσθαι [ή καθέζεσθαι]» — λεγόταν για κάποιον που ζούσε αμέριμνα, χωρίς να νοιάζεται για τις ανάγκες του αύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης προέλευσης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα gheu- του ρ. χέω και έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. χου-ν-ικ- < χου-νᾶ- (από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας με επίθημα -νᾱ) με σημ. «κατάθεση, καταβολή, χύσιμο» με αφομοιωτική τροπή του -ου- σε -οι- μπροστά από το -ι-. Η λ. χοῖνιξ θα πρέπει να δήλωνε αρχικά ένα είδος δοχείου, αγγείου, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το μέτρο χωρητικότητας, καθώς και άλλα αντικείμενα λόγω του μεγέθους και του σχήματός τους].
Greek Monotonic
χοῖνιξ: -ῐκος, ἡ, χοίνιξ, μέτρο για στερεά αντικείμενα, = τέσσερις κοτύλαι ή δύο sextarii, περίπου 1/4 του μεδίμνου, σε Ηρόδ.· μία χοίνιξ σιταριού ήταν το καθημερινό σιτηρέσιο ενός ανθρώπου, σε Ηρόδ.· απ' όπου, ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, δηλ. οποιοσδήποτε τρώει από το ψωμί μου, σε Ομήρ. Οδ.
II. είδος δεσμών ή ξύλου όπου μέσα ενώνονταν τα πόδια, σε Αριστοφ., Δημ.
Middle Liddell
χοῖνιξ, ῐκος,
I. a choenix, a dry measure, = four κοτύλαι or two sextarii, about a quart Engl., Hdt.; the choenix of corn was one man's daily allowance, Hdt.; hence, ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται i. e. whoever eats of my bread, Od.
II. a kind of shackle or stocks for fastening the legs in, Ar., Dem.
Frisk Etymology German
χοῖνιξ: -ικος
{khoĩniks}
Grammar: f.
Meaning: Getreidemaß = 4 κοτύλαι (seit τ 28), übertr. von einer Art Fußfessel (Ar., D.), von der Buchse einer Türangel (hell. Pap.).
Composita: Als Vorderglied in χοινικομέτρης ‘der eine χ. (als tägliche Ration) aufmißt’ (Ath.), ὁμοχοῖνιξ ‘der eine χ. mit einem anderen teilt, Mitsklave’ (Plu.); sonst fast immer themat. erweitert, z.B. τριχοίνικος ‘drei χ. messend' (Ar., X., hell. Pap., Poll.).
Derivative: Davon χοινικίς, -ίδος f. in mehreren übertr. Bedd., Buchse, Büchse eines Rads, einer Achse, einer Türangel, eines Kranzes usw. (D., hell. u. sp.); -ιον n. als Maß, auch Fußfessel (Phld., Them.), -η· τοῦ τροχοῦ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων H.; -ιαῖος ‘eine χ. messend' (hell. Inschr.).
Etymology: Technischer Ausdruck unbekannter Herkunft.
Page 2,1107
Chinese
原文音譯:co‹nix 回你克士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:升
字義溯源:升^,夸脫,乾量容器。參讀 (κόρος)同義字
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 升(1) 啓6:6;
2) 一升(1) 啓6:6
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ικος, ἡ (=μέτρο χωρητικότητας ξερῶν καρπῶν). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία.