χοιροκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων χοίρου κεφαλήν, «γουρουνοκέφαλος», Ἰω. Μαλαλ. σ. 120, 3.
-ον, Μαυτός που έχει κεφάλι χοίρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο-κέφαλος, κριο-κέφαλος.