χοιροφαγία

Greek Monolingual

ἡ, Α
η συνεχής βρώση χοιρινού κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + -φαγία (< -φάγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].