χολοκύστη

Greek Monolingual

και λόγιος τ. χολοκύστις, η, Ν
η χοληδόχος κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholecystis < χολή + κύστη. Η λ., στον λόγιο τ. χολοκύστις, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].