χορήγηση

Greek Monolingual

η / χορήγησις, -ήσεως, ΝΜΑ χορηγώ
νεοελλ.
1. η ενέργεια του χορηγώ
2. φρ. «τραπεζικές χορηγήσεις» — τα πάσης φύσεως δάνεια που δίνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους
μσν.-αρχ.
καταβολή τών δαπανών
αρχ.
1. δαπάνη
2. προμήθεια, εφόδιο.