χορδοστροφία

English (LSJ)

ἡ, twisting of strings for a musical instrument, Ael.NA17.6 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1365] ἡ, das Drehen der Därme, Darmsaiten, und die gedrehten Darmsaiten selbst, Ael. H. A. 17, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
torsion ou tension des cordes d'un instrument de musique.
Étymologie: χορδή, στρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

χορδοστροφία: ἡ, τὸ στρέφειν ἢ προσαρμόζειν εὶς μουσικὸν ὄργανον, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 6.

Greek Monolingual

ἡ, Α χορδοστρόφος
η στροφή, η προσαρμογή τών χορδών σε μουσικό όργανο.