Ν χορτάρι1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.).