χορταριάζω

Greek Monolingual

Ν χορτάρι
1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη
2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα
3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.).