χορτοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, guard of hay, PCair.Zen.368.24 (iii B. C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας του χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + φύλαξ (πρβλ. σκευοφύλαξ)].