χρέα

English (LSJ)

v. χρεία, χρέος.

French (Bailly abrégé)

v. χρέος.

Russian (Dvoretsky)

χρέᾰ: Hes. и χρέᾱ Arph. nom. и acc. pl. к χρέος.

Greek (Liddell-Scott)

χρέᾰ: ἴδε ἐν λ. χρέος.

Greek Monotonic

χρέᾰ: Επικ. αντί χρέεα, πληθ. του χρέος.