χρέμω

German (Pape)

[Seite 1371] ungebr. Stammform von χρεμέθω, χρεμίζω, χρεμετίζω.

Greek Monolingual

Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. της οικογένειας του ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)].