χρίος: τό, = χρέος, Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτικοῦ CIG. 1569a.
(I)-ους, τὸ, Α(βοιωτ. τ.) βλ. χρέος.(II)ὁ, Αβλ. χρεῖος.