χρεωστικῶς

English (LSJ)

Adv. as a debt, Eust.56.35.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωστικῶς: ἐπίρρ. κατὰ χρέος, τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα χρεωστικῶς Ἀμφιλόχ. σ. 21. ἔκδ. Combef., Εὐστ. 56. 35.

Greek Monolingual

χρεωστικῶς, ΝΜ
επίρρ. βλ. χρεωστικός.