χρηματοφυλάκιο

Greek Monolingual

το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ χρηματοφύλαξ, -ακος]]
νεοελλ.
(παλ. τ.) πορτοφόλι
αρχ.
θησαυροφυλάκιο.