χρηματοφυλάκιον

English (LSJ)

[ᾰκ], τό, treasury, Str.12.2.6.

German (Pape)

[Seite 1374] τό, Schatzkammer, Strab., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτοφῠλάκιον: τό, ὡς καὶ νῦν, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, Στράβ. 537· - χρηματο-φύλαξ, ὁ, θησαυροφύλαξ, ταμίας, praefectus aerarii, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 351D.