Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χρησιμοθήρας
Greek Monolingual
ο, Ν 1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τιείναι χρήσιμο στον εαυτό του 2. ο οπαδός της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ.<χρήσιμος+ -θήρας (<θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].