χρησμολογώ
Greek Monolingual
χρησμολογῶ, -έω, ΝΜΑ χρησμολόγος
λέω χρησμούς, προφητεύω τα μέλλοντα
νεοελλ.
1. ερμηνεύω χρησμούς
2. λέω πράγματα ακατανόητα.
χρησμολογῶ, -έω, ΝΜΑ χρησμολόγος
λέω χρησμούς, προφητεύω τα μέλλοντα
νεοελλ.
1. ερμηνεύω χρησμούς
2. λέω πράγματα ακατανόητα.