χρονιαῖος

German (Pape)

[Seite 1377] = χρόνιος, sehr zw.

Greek (Liddell-Scott)

χρονιαῖος: -α, -ον, = ἐνιαύσιος, Μοσχόπουλ. π. σχεδ. σ. 152· πρβλ. χρόνος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Μ
1. ετήσιος
2. ενός έτους, χρονιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιαῖος].