χρόνιος
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Ion470 (lyr.), Andr.84, Th. 6.31:—
A after a long time, late, ἐλθὼν χρόνιος Od.17.112; χρονία μὲν ἥκεις Cratin.222, cf. Ar.Th.912; χ. φανείς S.Ph.1446 (anap.); χρόνιος (v.l. χρόνιον) εἰσιδὼν φίλον E.Or.475; τροπαίᾳ χρονίᾳ A.Th. 706(lyr.); χρόνιοι ξυνιόντες Th.1.141. Adv. χρονίως after a long time, Sammelb.4314.2 (iii B.C.).
b long-delaying, tardy, Δίκα E.Fr. 223(lyr.); χ. τὰ τῶν θεῶν Id.Ion1615 (troch.).
2 for a long time, a long while, χρόνιόν τινα ἐκβεβληκότες, ἤλαυνε, S.Ph.600, OC441; μή.. χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Id.Ph.1449(anap.); χρόνιος ὤν, ἀπών, E.Or.485, IA1099; χρόνιός εἴμ' ἀπ' ἀνθρώπων βορᾶς Id.Cyc.249.
3 long-continued, ἀρετὰ χρονία τελέθει Pi.P.3.115; ἄπλοιαι A.Ag.149(lyr.); χρόνια λέκτρ' ἔχων having been long married, E.Ph.14; χ. ἐτῶν ἐνιαυτοί Ar.Ra.347(lyr.); στόλος.. χ. ἐσόμενος, χρόνιος στρατεία, Th.6.31; δεσμὰ χ. Pl.Lg.855b; of plants, perennial, opp. ἐπέτειος, Thphr. HP 1.1.9.
4 of ailments, chronic, νοσήματα Hp.Aph.2.39, Coac.203; (πόνοι) Epicur.Fr.447; νόσοι D.H. 1.37, Gal.6.356; ἰσχιάς Dsc.1.10; (βῆχες) Paul.Aeg.3.28 (Comp.). Adv. χρονίως Philum. ap. Orib.8.45 tit.: Comp. -ιωτέρως Hp.Coac. 197.
5 Astrol., χ. ζῴδια, f.l. for Κρονικά, Cat.Cod.Astr.1.133.
II Adv. χρονίως Arist.GC328a35, Thphr. Sud.22; neut. pl. χρόνια as adverb, E.Or.152(lyr.): Comp. χρονιώτερον Pi.N.4.6.—Rare in Prose, and only (as it seems) in signf. 1.3 and 5.
German (Pape)
[Seite 1377] 3, bei den Att. auch 2 Endgn, Thuc. 5, 73. 6, 31, wie Eur. Ion 470 Andr. 84, nach langer Zeit, spät geschehend, kommend u. vgl.; χρόνιος ἐλθών Od. 17, 112, wie Alexis bei Luc. pro laps. 6; – seit langer Zeit, od. lange Zeit hindurch, ἁρετὰ ἀοιδαῖς χρονία τελέθει Pind. P. 3, 115, wie χρονιώτατον φάος ἀρετᾶν Ol. 4, 11; Tragg., χρονία ἀποῦσα, lange abwesend, Eur. Suppl. 102, u. öfter; ἡ ἀναχώρησις χρονία γενομένη Thuc. 1, 12; πόλεμος 1, 141, lange dauernd, wie πολιορκία Pol. 1, 17, 9; δεσμοῖς χρονίοις Plat. Legg. IX, 855 b. – Dah. auch = lange verweilend, zögernd, Aesch. Spt. 668, u. verzögernd, μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃ Ag. 145; spät, χρόνιος φανείς Soph. Phil. 1432.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. qui vient ou a lieu après un long temps, tardif : χρόνιος ἐλθών OD étant venu tardivement;
II. qui est venu ou a lieu depuis longtemps, vieux, ancien : χρόνιος ἀπών EUR absent depuis longtemps;
III. qui dure longtemps, long ; p. suite :
1 qui se prolonge, qui traîne en longueur;
2 en parl. de pers. hésitant;
Cp. χρονιώτερος, Sp. χρονιώτατος.
Étymologie: χρόνος.
Russian (Dvoretsky)
χρόνιος: и
1 давний: ὃν εἶχον χρόνιον ἐκβεβληκότες Soph. (тот), кого они давно покинули; χ. ἀπών Eur. давно отсутствующий; χ. εἰμ᾽ ἀπό τινος Eur. я давно не пробовал чего-л.;
2 затяжной, долгий, длительный (στόλος, πόλεμος Thuc.; πολιορκία Polyb.): χρόνια δεσμά Plat. долговременное тюремное заключение; χρόνια λέκτρα ἔχειν Eur. быть давно женатым;
3 поздний, запоздалый: χ. ἐλθών Hom., Arph. поздно проходящий, т. е. долго отсутствовавший; ὡς χ.! Theocr. как долго (ты не приходил)!; τροπαία χρονία Aesch. долгожданная перемена;
4 медлительный: χρόνια τὰ τῶν θεῶν Eur. не скоро осуществляется воля богов; μὴ χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Soph. не медлите;
5 временной: χρονίη χύσις Anth. течение времени.
Greek (Liddell-Scott)
χρόνιος: -α, -ον, καὶ Ἀττ. ος, ον, Εὐρ. Ἴων 470, Ἀνδρ. 84, κ. ἀλλ.· (χρόνος) - ὁ μετὰ πολὺν χρόνον, χρόνιος ἐλθὼν Ὀδ. Ρ. 112 χρονία μὲν ἥκεις Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 10, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 912· χρ. φανεὶς Σοφ. Φιλ. 1446· χρόνιον εἰσιδὼν φίλον Εὐρ. Ὀρ. 475 ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ Αἰσχύλ. Θήβ. 706 2) ἐπὶ πολὺν χρόνον μέλλων νὰ διαρκέσῃ, χρόνιόν τινα ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν Σοφ. Φιλ. 600, Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 441· χρόνιος εἶναι, ἀπεἶναι Εὐρ. Ὀρ. 485, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1099 χρόνιός εἰμ’ ἀπ’ ἀνθρώπων βορᾶς ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 342. 3) ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον διαρκῶν, ἐπὶ πολὺ ἐξακολουθῶν, ἀρετὰ χρονία τελέθει Πινδ. Π. 3. 204 χρόνια λέκτρ’ ἔχων, διατελῶν ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἔγγαμος, Εὐρ. Φοίν. 14· χρ. ἐτῶν ἐνιαυτοὶ Ἀριστ. Βάτρ. 347· χρ. πόλεμοι Θουκ. 1. 141, πρβλ 6. 31· χρ. δεσμὰ Πλάτ. Νόμ. 855Β· ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ζῶν, ἀντίθετον τῷ ἐπέτειος, Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9. 4) ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον βραδύνων, ἄπλοιαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 149· χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Σοφ. Φιλ. 1449· δίκα χρόνιος Εὐρ. Ἀποσπ. 224· χρόνια τὰ τῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1615. 5) ἐπὶ νόσων, χρόνιος, ἐπὶ πολὺν χρόνον διαρκῶν, νοσήματα Ἱππ. Ἀφ. 1246· βὴξ Παῦλ. Αἰγ. 85. 28. ΙΙ. Ἐπίρρ. -έως, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 10, 13, Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 22· ὡσαύτως οὐδ. πληθ. χρόνια ὡς ἐπίρρ., Εὐρ. Ὀρ. 152. - Συγκρ. -ώτερον Πινδ. Π. 4. 10. - Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ τοῖς πεζογράφοις καὶ μόνον (ὡς φαίνεται) ἐπὶ τῆς σημασίας Ι. 3 καὶ 5.
English (Autenrieth)
after a long time, Od. 17.112†.
English (Slater)
χρόνιος
a enduring τόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος ἀρετᾶν (O. 4.10) ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει pr. (P. 3.115) ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει (N. 4.6)
b in the end, coming in due course ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα (P. 11.36)
Greek Monolingual
-α, -ο / χρόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α χρόνος
1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα
2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια
αρχ.
1. αυτός που αργεί να φτάσει κάπου, που καθυστερεί («ὦ φθέγμα ποθεινὸν ἐμοὶ πέμψας χρόνιός τε φανείς», Σοφ.)
2. συνεκδ. αργός, βραδύς («χρόνια τὰ τῶν θεῶν», Ευρ.)
3. αυτός που χρονοτριβεί («μή νυν χρόνιοι μέλλετε πράσσειν», Σοφ.)
4. αυτός που πρόκειται να διαρκέσει για πολύ
5. (για φυτό) αυτός που ζει πολλά έτη, πολυετής
6. (ιδίως για την έμμηνη ρύση) αυτός που εμφανίζεται μετά από τη συνήθη ημερομηνία
7. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χρόνια
χρονίως.
επίρρ...
χρονίως ΝΜΑ, και χρόνια Ν
για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Greek Monotonic
χρόνιος: -α, -ον και -ος, -ον (χρόνος)·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, έπειτα από μακρύ διάστημα, αργός, χρόνιος ἐλθών, σε Ομήρ. Οδ.· χρόνιος φανείς, σε Σοφ.
2. αυτός που διαρκεί μεγάλο διάστημα, χρόνιόν τινα ἐκβεβληκότες, ἤλαυνε, στον ίδ.· χρόνιός εἰμ' ἀπὸ βορᾶς, έχω μείνει καιρό χωρίς τροφή, σε Ευρ.
3. αυτός που καθυστερεί πολύ, μακροχρόνιος, σε Αισχύλ.· χρόνιοι μέλλετε πράσσειν, σε Σοφ.· χρόνια τὰ τῶν θεῶν, σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα, μακρύ, μακρύχρονο, αυτό που διαρκεί πολύ, χρόνια λέκτρ' ἔχων, είμαι πολλά χρόνια παντρεμένος, στον ίδ.· χρόνιοι πόλεμοι, σε Θουκ.
III. επίρρ. -ίως, σε Αριστ.· ουδ. πληθ. χρόνια, ως επίρρ., σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερον, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χρόνιος, η, ον χρόνος
I. of persons, after a long time, late, χρόνιος ἐλθών Od.; χρ. φανείς Soph.
2. for a long time, χρόνιόν τινα ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν Soph.; χρόνιός εἰμ' ἀπὸ βορᾶς I have been long without food, Eur.
3. long-delaying, lingering, Aesch.; χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Soph.; χρόνια τὰ τῶν θεῶν Eur.
II. of things, long, lasting long, long-continued, χρόνια λέκτρ' ἔχων having been long married, Eur.; χρ. πόλεμοι Thuc.
III. adv. -ίως, Arist.: neut. pl. χρόνια as adv., Eur.:—comp. -ώτερον, Pind.
English (Woodhouse)
lasting, delayed, enduring long, lasting a long time, lasting long, long existing, occurring after a long time, of long standing, protracted