χρονολάβον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, instrument for measuring time, Procl.Hyp. 4.71 (pl.); ἐξ ὑδρολογίου -ου ib.79.

Greek Monolingual

τὸ, Α
όργανο μέτρησης του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -λάβον / -λάβος (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. άστρολάβος, σαρκολάβον].