χρονοφωτογράφος
Greek Monolingual
ο, Ν
φωτογραφική συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η χρονοφωτογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronophotograph < χρόνος + φωτογράφος].
ο, Ν
φωτογραφική συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η χρονοφωτογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronophotograph < χρόνος + φωτογράφος].