v. χρώς.
gén. ion. et poét. de χρώς.
χροός: gen. к χρώς.
χροός: ἑτερόκλ. γεν. τοῦ χρώς· οὐδεμία ὀνομ. χρόος ἢ χροῦς ἀπαντᾷ.
see χρώς.
χροός: ετερόκλ. γεν. του χρώς· όχι ονομ. χροῦς.