χροός

English (LSJ)

v. χρώς.

French (Bailly abrégé)

gén. ion. et poét. de χρώς.

Russian (Dvoretsky)

χροός: gen. к χρώς.

Greek (Liddell-Scott)

χροός: ἑτερόκλ. γεν. τοῦ χρώς· οὐδεμία ὀνομ. χρόος ἢ χροῦς ἀπαντᾷ.

English (Autenrieth)

see χρώς.

Greek Monotonic

χροός: ετερόκλ. γεν. του χρώς· όχι ονομ. χροῦς.