χρυσάργυρον

German (Pape)

[Seite 1379] τό, die Gewerbesteuer, Zosim.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσάργυρον: τό, ἄργυρος ἐπικεχρυσωμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8812. ΙΙ. φόρος ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, Κ. Μανασσ. Χρον. 3085, κλπ.· ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. χρυσάργυρος.