χρυσάργυρος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ὁ,
A alloy of gold and silver, Maria ap.Zos.Alch.p.169B.
2 tribute of gold and silver, Zos.2.38, PLips.64.30 (iv. A. D.).
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσάργυρος, -ον, ΝΜΑ, αρσ. και χρυσοάργυρος Μ
διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο
μσν.
(το αρσ. στον τ. χρυσοάργυρος) (με περιλπτ. σημ.) χρυσά και αργυρά σκεύη
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσάργυρον
α) επιχρυσωμένος άργυρος
β) (στο Βυζ.) φόρος χρυσού και αργύρου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσάργυρος
κράμα χρυσού και αργύρου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην νομισματοποιία, γνωστό και ως ήλεκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄργυρος].