το, Ν1. ο χρυσός2. (κατ' επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον) (πρβλ. χωράφι)].