χρυσεόκμητος

English (LSJ)

χρυσεόκμητον, v. χρυσεόδμητος.

German (Pape)

[Seite 1379] aus Gold gearbeitet, Aesch. Ch. 608 ὅρμοι, v.l. χρυσεόδμητοι.

Greek (Liddell-Scott)

χρυσεόκμητος: -ον, ἴδε ἐν λ. χρυσεόδμητος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δ. γρφ.) βλ. χρυσεόδμητος.