χρυσοκίτρινος

English (LSJ)

η, ον, of a pale golden hue, Porph. in Ptol. 199.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκίτρινος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα μεταξὺ χρυσοῦ καὶ κιτρίνου, Πορφύρ. ἐν Τετραβίβλ. Πτολεμ. Περὶ τῆς τῶν Ἱματίων χροιᾶς.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοκίτρινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρώμα κίτρινο που χρυσίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κίτρινος.