χρυσοκόμας

English (Slater)

χρῡσοκόμας epith. of Apollo, golden haired (cf. (I. 7.49) ) Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας (Pae. 5.41) pro subs., ὁ χρυσοκόμας (O. 6.41), (O. 7.32)

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμᾱς: ᾱ adj. m дор. = χρυσοκόμης.