χρυσοποίκιλτος

English (LSJ)

ον, = χρυσοποίκιλος, IG 11(2).287 B 72 (Delos, iii BC), Inscr.Délos 380.63 (ii BC), DS. 18.26.

German (Pape)

[Seite 1381] = Vorigem, φοινικίς D. Sic. 17, 26, u. a. Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοποίκιλτος, -ον, ΝΜΑ
διακοσμημένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεοποίκιλτος].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοποίκιλτος: пестро расшитый золотом (φοινικίς Diod.).