χρυσόγεως

English (LSJ)

ων, (< γῆ) with soil of gold; τὸ χρυσόγεων the land of gold-ore, Philostr. VA 6.1; — χρυσόγειος, ον, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόγεως: -ων, (γῆ) ὁ ἔχων χρυσῆν γῆν, τὸ χρυσόγεων, γῆ ἔχουσα μεταλλεῖα χρυσοῦ, Φιλόστρ. 229· - χρῡσόγειος, ον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ων, Α
βλ. χρυσόγειος.

German (Pape)

[ῡ], ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend, Suid. und andere Spätere