χρυσόκονις

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, Goldstaub, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόκονις: -ιος, καὶ εως, ἡ, χρυσῆ κόνις, Ἀνώνυμ. ἐν Ἀντιγράφῳ παρὰ τῷ Schneid.

Greek Monolingual

-όνεως, ἡ, Α
χρυσόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόνις «σκόνη»].