το, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρωματίζω, το να δίνει κανείς χρώμα σε κάτι, βάψιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Φατσέα].