χρωμάτισμα

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρωματίζω, το να δίνει κανείς χρώμα σε κάτι, βάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Φατσέα].