βάψιμο

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Μ βάψιμον)
το να βάφει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου
2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω.